Καῖσαρ

Καῖσαρ
Καῖσαρ, αρος, ὁ (=Lat. Caesar; on the distribution of this word, freq. found in lit., ins, pap s. Hahn [sources and lit. 123, 3] and Magie.—Philo, Joseph., Ar. [ins], Just., SibOr, loanw. in rabb.—In our lit. w. the art. only Mt 22:21 v.l.; Lk 20:25 v.l.; J 19:12 [s. B-D-F §254, 1]; Just., A I, 17, 1) emperor, Caesar (orig. a proper name, then used as a title) Mt 22:17, 21a; Mk 12:14, 16; Lk 20:22, 24; 23:2 (s. φόρος); J 19:12b (cp. Philo, In Flacc. 40), 15; Ac 17:7; 25:8, 10–12, 21; 26:32; 27:24; 28:19; κύριος Κ. MPol 8:2. ὀμνύναι τὴν Καίσαρος τύχην (s. τύχη) 9:2; 10:1. τὰ Καίσαρος what belongs to the emperor Mt 22:21b; Mk 12:17; Lk 20:25 (HWindisch, Imperium u. Evangelium im NT ’31; KPieper ThGl 25, ’33, 661–69; EStauffer, Gott u. Kaiser im NT ’35; GKittel, Christus u. Imperator ’39; JBenum, Gud och Kejsaren ’40; HLoewe, ‘Render Unto Caesar’ ’40; NHommes, God en Kejzer in het NT ’41; OEck, Urgem. u. Imperium ’41; MDibelius, Rom u. die Christen im 1. Jahrh. ’42; JDerrett, Law in the NT, ’70). φίλος τ. Καίσαρος friend of the emperor (as official title CIG 3499, 4; 3500, 4; Epict. 3, 4, 2; 4, 1, 8; 45–48; 95; 4, 4, 5; Jos., Ant. 14, 131) J 19:12a (EBamel, TLZ 77, ’52, 205–10); AcPl Ha 11, 4. οἱ ἐκ τῆς Καίσαρος οἰκίας those (slaves) who belong to the emperor’s household Phil 4:22 (s. Lghtf., Phil 171ff; Dssm., LO 127, 1; 202, 3; 380 [LAE 382]; New Docs 3, 7–9; and s. οἰκία 3).—W. proper names Τιβέριος Κ. Emperor Tiberius Lk 3:1 (Just., A I, 13, 3). ἐπὶ Κλαυδίου Κ. Ac 11:28 v.l. (cp. Just., A I, 26, 2; 56, 2). Κ. Νέρων 2 Ti subscr.; without name AcPl Ha 9, 4; 14; 26. But Καῖσαρ Αὔγουστος Caesar Augustus Lk 2:1, since here Κ. is not a title, but a part of the name (Bl-D. §5, 3a).—Pauly-W. Suppl. IV 806–53; IX 1139–54; Kl. Pauly II 1110–122; IV 1135–40. B. 1324. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Καῖσαρ — elephant masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καίσαρ — I Επώνυμο Ρωμαίων του Ιουλίου γένους. 1. Ιούλιος Κ. Βλ. λ. Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος. 2. Σέξτος Ιούλιος (3ος αι. π.Χ.). Υπήρξε πραίτορας το 268 π.Χ. και διοικητής της Σικελίας το 267. 3. Λεύκιος Ιούλιος (1ος αι. π.Χ.). Έγινε ύπατος το 90 π.Χ. Στην… …   Dictionary of Greek

  • Καίσαρ' — Καίσαρα , Καῖσαρ elephant masc acc sg Καίσαρι , Καῖσαρ elephant masc dat sg Καίσαρε , Καῖσαρ elephant masc nom/voc/acc dual Καίσαρα , Καισάρης masc voc sg Καίσαρα , Καισάρης masc nom sg (epic) Καίσαραι , Καισάρης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος — (Gaius Julius Caesar, Ρώμη 100 – 44 π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός, πολιτικός, συγγραφέας και δικτάτορας της Ρώμης. Καταγόταν από το Ιούλιο γένος. Από τον θείο του, Μάριο, προσηλυτίστηκε στο πολιτικό στρατόπεδο των πληβείων. Η τοποθέτησή του στο πλευρό …   Dictionary of Greek

  • Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός — (Gaius Julius Caesar Octavianus Augustus, Ρώμη 63 π.Χ. – Νόλα 14 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ήταν γιος του Γάιου Οκτάβιου και της Αττίας, ανιψιάς του Καίσαρα, ο οποίος τον υιοθέτησε (45 π.Χ.) και τον όρισε με διαθήκη κληρονόμο του. Όταν πέθανε ο …   Dictionary of Greek

  • Ιούλιος Καίσαρ — Βλ. λ. Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος …   Dictionary of Greek

  • Γερμανικός, Ιούλιος Καίσαρ — (Julius Caesar Germanicus, 15 π.Χ. – Αντιόχεια 19 μ.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός. Γιος του Νέρωνα Κλαύδιου Δρούσου, αδελφού του Τιβέριου, μετά τον θάνατο του πατέρα του (4 π.Χ.) υιοθετήθηκε από τον θείο του Τιβέριο, τον οποίο συνόδευσε (7 μ.Χ.) στην… …   Dictionary of Greek

  • Εμμανουήλ, Καίσαρ — (1904 – 1970). Ποιητής και μεταφραστής. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η γνώση της γαλλικής, της αγγλικής και της ιταλικής γλώσσας τον βοήθησε να μελετήσει τα νέα καλλιτεχνικά ρεύματα της Ευρώπης. Αρχικά εργάστηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • Ζέζας, Καίσαρ — (Ζάκυνθος 1867 – 1928). Γιατρός και λόγιος. Άσκησε το λειτούργημα του γιατρού στην ιδιαίτερη πατρίδα του και το 1910 εξελέγη βουλευτής. Παράλληλα, ασχολήθηκε και με τα γράμματα και έγραψε το επικολυρικό ποίημα Το φάσματου Κάλβου, εμπνευσμένο από… …   Dictionary of Greek

  • Καλιγούλας, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Γερμανικός — (Gaius Julius Caesar Germanicus Caligula, Άντιο 12 μ.Χ. – Ρώμη 41 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (37 41 μ.Χ.). Γιος του Γερμανικού και της Αγριππίνας, ήταν ο τρίτος Ρωμαίος αυτοκράτορας μετά τον Αύγουστο και τον Τιβέριο. Το όνομα Κ. προέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Νικηφόρος ο Καίσαρ — Γιος του βασιλιά του Βυζάντιου Κωνσταντίνου E’ (741 775) και αδελφός του Λέοντα Δ’ (775 780), ο οποίος τον εξόρισε στη Χερσώνα με την κατηγορία ότι συνομωτούσε εναντίον του. Αφού ανακλήθηκε μετά από λίγο από την εξορία του, ο Ν. έμεινε στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”